παραστάτις

παραστάτις
παρα-στάτῐς [στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;
A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc.
II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραστάτις — helper fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό …   Dictionary of Greek

  • παραστάτι — παραστάτις helper fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιδας — παραστάτις helper fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιδες — παραστάτις helper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστάτιν — παραστάτις helper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРЕДСТАВИТЕЛЬ — Славянизмы, попавшие в русский литературный язык древнейшей эпохи, давали жизнь непроизводным и производным основам, которые затем приспособлялись для выражения разнообразных значений в разных лексических системах русского языка, вступая в… …   История слов

  • παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”